- δειγματοάρτης
- δειγμᾰτο-άρτης, ου, ὁ,A inspector of the market, POxy.63.8 (ii/iii A.D.), PLond.3.1159.39 (ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δειγματοάρτης — δειγματοάρτης, ο (Α) επιθεωρητής, επόπτης τής αγοράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δείγμα ( ατος) + αίρω «υψώνω, σηκώνω»] … Dictionary of Greek